
Μεσοθηλίωμα Υπεζωκότα
Το μεσοθηλίωμα του υπεζωκότα είναι μία κακοήθης νόσος που εμφανίζεται στον υπεζωκότα (τοιχωματικό ή και σπλαγχνικό). Προέρχεται από τα κύτταρα του υπεζωκότα, δηλαδή τα μεσοθηλιακά κύτταρα.

Η συχνότητα εμφάνισης του μεσοθηλιώματος παρουσιάζει διακυμάνσεις σε παγκόσμιο επίπεδο.
Στην Ευρώπη, η ετήσια επίπτωση κυμαίνεται από 1,1 έως 1,25 περιστατικά ανά 100.000 άτομα. Η νόσος πλήττει συχνότερα άνδρες άνω των 50 ετών.
Η αύξηση της χρήσης αμιάντου κατά τον 20ό αιώνα οδήγησε σε σημαντική άνοδο των περιστατικών μεσοθηλιώματος στις δεκαετίες του 1970 και 1980.
Σήμερα, με την απαγόρευση του αμιάντου σε πολλές χώρες, παρατηρείται σταδιακή μείωση της συχνότητας εμφάνισης.
Η νόσος σχετίζεται άμεσα με την έκθεση σε ίνες αμιάντου, με λανθάνουσα περίοδο 20 έως 50 ετών από την αρχική έκθεση.
Άλλοι παράγοντες κινδύνου περιλαμβάνουν:
- Γενετική προδιάθεση: Ορισμένες μεταλλάξεις σε γονίδια, όπως το TP53 και το BAP1, σχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης μεσοθηλιώματος.
- Έκθεση σε άλλες ουσίες: Η έκθεση σε ραδιενέργεια, σε ορυκτές ίνες όπως η κροκιδόλιθος, και σε ορισμένα χημικά (π.χ. θειικό νικέλιο) έχει συσχετιστεί με αυξημένο κίνδυνο μεσοθηλιώματος.
Στα αρχικά στάδια, η νόσος μπορεί να είναι ασυμπτωματική.
Συχνά, τα συμπτώματα εμφανίζονται όταν ο όγκος έχει αναπτυχθεί σημαντικά.
Τα πιο συχνά συμπτώματα περιλαμβάνουν:
- Δύσπνοια, λόγω παγίδευσης του πνεύμονα και περιορισμού στην έκπτυξη του ή/και λόγω υπεζωκοτικής συλλογής.
- θωρακικό άλγος
- ξηρό βήχα
- απώλεια βάρους
- κούραση
- νυχτερινή εφίδρωση

Το μεσοθηλίωμα υπεζωκότα εμφανίζει τρεις διακριτούς ιστολογικούς υποτύπους
- Επιθηλιοειδές Μεσοθηλίωμα: Αποτελεί τον πιο συχνό τύπο, αντιπροσωπεύοντας περίπου το 50% έως 70% των περιπτώσεων. Χαρακτηρίζεται από κυψελοειδείς δομές και είναι έχει καλύτερη πρόγνωση σε σχέση με τους άλλους τύπους.
- Σαρκωματώδες Μεσοθηλίωμα: Είναι λιγότερο συχνό και αποτελεί περίπου το 10% έως 20% των περιπτώσεων. Έχει χειρότερη πρόγνωση λόγω της τάσης του να εξαπλώνεται πιο γρήγορα και να είναι πιο ανθεκτικό στη θεραπεία.
- Μικτός Τύπος: Αυτός ο τύπος συνδυάζει χαρακτηριστικά και των δύο προαναφερθέντων ιστολογικών τύπων και αντιπροσωπεύει περίπου το 20% έως 30% των περιπτώσεων. Η πρόγνωση και η ανταπόκριση στη θεραπεία μπορεί να είναι πιο ποικίλη, ανάλογα με την κυριαρχία του ενός ή του άλλου ιστολογικού τύπου στον όγκο.
Σταδιοποίηση του μεσοθηλιώματος
Όπως και στον καρκίνο του πνεύμονα, η σταδιοποίηση είναι η διαδικασία με την οποία υπολογίζουμε το στάδιο της νόσου.
Το στάδιο λαμβάνει υπόψη την έκταση της νόσου και την παρουσία ή μη μεταστάσεων σε λεμφαδένες ή σε άλλα όργανα. Η σταδιοποίηση καθορίζει την πρόγνωση και τις θεραπευτικές επιλογές.
Για τη σταδιοποίηση του μεσοθηλιώματος πρέπει να διενεργούνται οι κάτωθι εξετάσεις:
- Υπολογιστική τομογραφία (CT) θώρακος και άνω κοιλίας: Πιο λεπτομερής απεικόνιση του όγκου, των λεμφαδένων και τυχόν μεταστάσεων.
- Μαγνητική τομογραφία (MRI) θώρακος: Παρέχει επιπλέον πληροφορίες για την έκταση του όγκου και τη σχέση του με γειτονικούς ιστούς.
- PET-CT: Χρησιμοποιείται για τον εντοπισμό τυχόν μεταστάσεων σε απομακρυσμένα όργανα.
Διάγνωση του μεσοθηλιώματος
Η διάγνωση του μεσοθηλιώματος υπεζωκότα, επιτυγχάνεται με τη λήψη δείγματος ιστού από τον όγκο. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί συχνά με παρακέντηση δια βελόνης υπό καθοδήγηση αξονικού τομογράφου ή υπερήχων.
Όταν η διάγνωση με παρακέντηση δια βελόνης δεν είναι αποτελεσματική ή δεν μπορεί να διενεργηθεί, τότε επιχειρείται χειρουργική βιοψία με διενέργεια θωρακοσκόπησης.
Όταν υπάρχει συλλογή υγρού εντός της υπεζωκοτικής κοιλότητος (υπεζωκοτική συλλογή), τότε η διάγνωση μπορεί να επιτευχθεί και με την παρακέντηση του υγρού και αποστολή του για κυτταρολογική εξέταση.
Θεραπεία του μεσοθηλιώματος
Η θεραπεία του μεσοθηλιώματος εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, όπως η ηλικία και η γενική υγεία του ασθενούς, η έκταση της νόσου και ο ιστολογικός τύπος. Οι θεραπευτικές επιλογές μπορεί να περιλαμβάνουν χειρουργική επέμβαση (μόνη ή σε συνδυασμό με χημειοθεραπεία ή/και ανοσοθεραπεία), χημειοθεραπεία , ανοσοθεραπεία και ακτινοβολία.
Η χειρουργική επέμβαση χρησιμοποιείται συνήθως σε νεότερους ασθενείς, που βρίσκονται σε καλή φυσική κατάσταση, χωρίς αναπνευστικά ή καρδιακά προβλήματα, όταν η νόσος είναι περιορισμένη στο θώρακα (όταν δηλαδή δεν υπάρχουν μεταστάσεις αλλού στο υπόλοιπο σώμα) και ιδανικά όταν ο ιστολογικός τύπος είναι ο επιθηλιοειδής.
Οι επέμβαση μπορεί να περιλαμβάνει αφαίρεση όλου του πνεύμονα μαζί με τον υπεζωκότα (σπλαγχνικό και τοιχωματικό), το περικάρδιο (η μεμβράνη που περιβάλλει την καρδιά) και το σύστοιχο διάφραγμα. Η επέμβαση αυτή ονομάζεται εξωυπεζωκοτική πνευμονεκτομή.
Σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να γίνει προσπάθεια να μην αφαιρεθεί ο πνεύμονας, αλλά μόνο ο υπεζωκότας (υπεζωκοτεκτομή και αποφλοίωση).
Για την επιλογή και εφαρμογή της κατάλληλης θεραπείας, είναι απαραίτητη η συνεργασία του θωρακοχειρουργού με τον ογκολόγο, τον πνευμονολόγο, τον παθολογοανατόμο και τον ακτινοθεραπευτή.
Σε περιπτώσεις που η χειρουργική θεραπεία δεν είναι εφικτή και ο ασθενής ταλαιπωρείται με υποτροπιάζουσα υπεζωκοτική συλλογή (υγρό μέσα στην υπεζωκοτική κοιλότητα του πνεύμονα που τον πιέζει με αποτέλεσμα τη δύσνποια), επιλέγεται η διενέργεια της πλευρόδεσης.