Όγκοι Θύμου Αδένα
Ο θύμος αδένας αποτελεί όργανο του ανοσοποιητικού συστήματος. Το ανοσοποιητικό σύστημα, είναι υπεύθυνο για την άμυνα του οργανισμού, αλλά και την αναγνώριση των «φίλιων» ιστών του ιδίου του οργανισμού από τα αμυντικά του κύτταρα.
Ο θύμος αδένας βρίσκεται στο πρόσθιο μεσοθωράκιο, ακριβώς πίσω από το στέρνο (το οστό που βρίσκεται στην εμπρόσθια επιφάνεια του θώρακα) και έμπροσθεν της καρδίας. Παίζει καίριο ρόλο στην ωρίμανση των T-λεμφοκυττάρων του ανοσοποιητικού μας συστήματος κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής μας. Αργότερα, συνήθως κατά την ενηλικίωση και έπειτα, υποστρέφει, δηλαδή ατροφεί, καθώς έχει ολοκληρώσει τη λειτουργία του και αντικαθίσταται από λιπώδη ιστό (λίπος).
Οι δύο κυριότερες κατηγορίες κυττάρων που συναντά κανείς στο θύμο είναι δύο: τα θυμικά επιθηλιακά κύτταρα και τα θυμοκύτταρα ή T-λεμφοκύτταρα.
Στο θύμο αδένα μπορεί να εμφανιστούν διάφοροι όγκοι. Οι πιο συχνοί από αυτούς είναι το θύμωμα και το θυμικό καρκίνωμα. Και οι δύο αυτοί όγκοι προέρχονται από τα θυμικά επιθηλιακά κύτταρα και είναι γενικά σπάνιοι. Υπολογίζεται ότι στις ΗΠΑ, αντιστοιχούν στο 0,2 – 1,5% όλων των κακοηθειών.
ΘΥΜΩΜΑ
Στο θύμωμα, τα κύτταρα εμφανίζουν περιορισμένη ή και καθόλου ατυπία, δηλαδή ομοιάζουν με τα φυσιολογικά κύτταρα γύρω τους. Το θύμωμα είναι γενικά ένας σπάνιος όγκος. Ωστόσο αποτελεί τον συχνότερο όγκο του θύμου αδένα. Θεωρείται γενικά κακοήθης όγκος. Δηλαδή μεγαλώνει σε μέγεθος, μπορεί να διηθήσει (εισβάλλει) γειτονικά όργανα και δομές και μπορεί να μετασταθεί (να δώσει μεταστάσεις). Ωστόσο δε συμπεριφέρονται όλα τα θυμώματα με τον ίδιο τρόπο. Κάποια μπορεί να είναι πιο επιθετικά από κάποια άλλα. Το πόσο επιθετικό είναι έναν θύμωμα, προκύπτει από την ιστολογική εξέταση του θυμώματος, όταν αυτό αφαιρεθεί.
Τα θυμώματα γενικά δεν προκαλούν συμπτώματα, εκτός και αν μεγαλώσουν αρκετά σε μέγεθος ή εισβάλλουν σε γειτονικές δομές.
Τα θυμώματα σχετίζονται με αυτοάνοσα παρανεοπλασματικά σύνδρομα. Τα σύνδρομα αυτά οφείλονται σε «ελαττωματικά» Τ-λεμφοκύτταρα, τα οποία παράγονται εντός του θυμώματος και απελεθερώνονται στην κυκλοφορία του αίματος.
Το πιο συχνό παρανεοπλασματικό σύνδρομο είναι η μυασθένεια Gravis.
Στη μυασθένεια Gravis, παράγονται αντισώματα που «επιτίθενται» στη σύνδεση νεύρων και μυών, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται συμπτώματα από τη μη σωστή λειτουργία των μυών αυτών. Ανάλογα με τον ιστολογικό τύπο του θυμώματος, η επίπτωση της μυασθένειας Gravis σε ασθενείς με θύμωμα κυμαίνεται από 17% έως και 70%.
Άλλα παρανεοπλασματικά σύνδρομα που είναι δυνατό να οφείλονται σε θύμωμα είναι η αυτοάνοση αναιμία και η υπογαμμασφαιριναιμία.
Τα θυμώματα πολύ συχνά ανακαλύπτονται τυχαία είτε μετά από ακτινογραφία θώρακος ή αξονική τομογραφία θώρακος. Η τελευταία απεικονίζει το θύμωμα ως όγκο στο πρόσθιο μεσοθωράκιο. Εκτός από την αξονική τομογραφία θώρακος, στο πλαίσιο της διερεύνησης του όγκου και της σταδιοποίησης, πρέπει να γίνονται και οι ακόλουθες εξετάσεις:
- Μαγνητική τομογραφία θώρακος χωρίς και με ενδοφλέβιο σκιαγραφικό.
- Τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων (PET CT).
- Β-χοριακή γοναδοτροπίνη και α-φετοπρωτείνη (στους άντρες κυρίως)
Το στάδιο ενός θυμώματος εξαρτάται από το εάν το θύμωμα επεκτείνεται σε γύρω όργανα και δομές ή όχι και από το αν έχει μετασταθεί (αν υπάρχουν δηλαδή μεταστάσεις).
Η διάγνωση του θυμώματος επιτυγχάνεται με την χειρουργική αφαίρεση του και την ιστολογική του εξέταση.
Η θεραπεία του θυμώματος βασίζεται στη χειρουργική αφαίρεση. Σε προχωρημένο στάδιο, μπορεί να απαιτηθεί επιπλέον ακτινοθεραπεία ή/και χημειοθεραπεία.
ΘΥΜΙΚΟ ΚΑΡΚΙΝΩΜΑ
Στο θυμικό καρκίνωμα, τα κύτταρα εμφανίζουν σημαντική κυτταρολογική ατυπία, δηλαδή δεν ομοιάζουν με τα φυσιολογικά κύτταρα του θύμου αδένα (όπως συμβαίνει στο θύμωμα). Αντίθετα ομοιάζουν με επιθηλιακής αρχής καρκινώματα άλλων οργάνων. Θεωρούνται πιο επιθετικά από τα θυμώματα. Συνήθως ανακαλύπτονται σε προχωρημένο στάδιο, είτε λόγω συμπτωμάτων, είτε τυχαία, μετά από ακτινολογικό έλεγχο που διενεργήθη για άλλο λόγο.
Όπως και στα θυμώματα ο απεικονιστικός έλεγχος περιλαμβάνει, εκτός από την αξονική τομογραφία με ενδοφλέβιο σκιαγραφικό, μαγνητική τομογραφία, αρχικά χωρίς σκιαγραφικό, και στη συνέχεια με σκιαγραφικό και PET CT.
Η θεραπεία τους βασίζεται στη χειρουργική αφαίρεση τους, εκτός και αν υπάρχουν μεταστάσεις εκτός του θώρακα, οπότε προτιμάται συστηματική θεραπεία.
Μετά το χειρουργείο, μπορεί να χρειαστεί επιπλέον ακτινοθεραπεία ή/και χημειοθεραπεία.