Πλευρόδεση

Πλευρόδεση

Η πλευρόδεση αποτελεί μία χειρουργική πράξη που διενεργείται για την αντιμετώπιση των κακοήθων υπεζωκοτικών (πλευριτικών) συλλογών.

Στα λατινικά, η λέξη pleura (προφέρεται «πλέουρα»), σημαίνει υπεζωκότας. Επομένως η λέξη πλευρόδεση, δε σημαίνει «δένω τις πλευρές, αλλά «δένω» τον υπεζωκότα ή την υπεζωκοτική κοιλότητα, δηλαδή καταργώ την υπεζωκοτική κοιλότητα ώστε να μη μπορεί να συσσωρευτεί υγρό.

Οι κακοήθεις υπεζωκοτικές συλλογές παράγονται όταν ο τοιχωματικός υπεζωκότας καταληφθεί σε μεγάλη έκταση από μεταστάσεις από κάποια κακοήθεια. Αυτό συμβαίνει όταν μία κακοήθεια βρίσκεται σε προχωρημένο στάδιο. Θεωρητικά όλες οι κακοήθειες, σε προχωρημένο στάδιο, είναι δυνατό να επινέμουν μεταστάσεις στον υπεζωκότα και να προκαλέσουν κακοήθη υπεζωκοτική συλλογή. Οι κακοήθειες που συνήθως προκαλούν κακοήθη υπεζωκοτική συλλογή, είναι ο καρκίνος του πνεύμονα, ο καρκίνος του μαστού και το μεσοθηλίωμα υπεζωκότα.

Εντός της υπεζωκοτικής κοιλότητος, υπάρχει φυσιολογικά μικρή ποσότητα υγρού, η οποία χρησιμεύει στην εξουδετέρωση των τριβών μεταξύ του πνεύμονα και της εσωτερικής επιφάνειας των πλευρών κατά την κίνηση του πνεύμονα στη διάρκεια του αναπνευστικού κύκλου. Επιπλέον, δια μέσου του υγρού αυτού, αναπτύσσονται μεταξύ του πνεύμονα και της εσωτερικής επιφάνειας των πλευρών, δυνάμεις συνάφειας. Οι δυνάμεις αυτές διατηρούν τον πνεύμονα σε κάθε στιγμή του αναπνευστικού κύκλου, σε επαφή με την εσωτερική επιφάνεια των πλευρών, ώστε ακολουθώντας τις κινήσεις τους, να εκπτύσσεται (στην εισπνοή) και να εκπτύσσεται (στην εκπνοή). Η ποσότητα του υγρού αυτού είναι σταθερή, δηλαδή όσο παράγεται, τόσο απορροφάται. Η παραγωγή και απορρόφηση του υγρού, ρυθμίζονται από τον τοιχωματικό υπεζωκότα. Όταν ο τοιχωματικός υπεζωκότας καταληφθεί σε μεγάλη έκταση από μεταστάσεις, τότε αδυνατεί να ρυθμίσει την παραγωγή και απορρόφηση του υγρού. Περισσότερο παράγεται και λιγότερο απορροφάται. Ως αποτέλεσμα, συσσωρεύεται υγρό, οπότε δημιουργείται η πλευριτική ή υπεζωκοτική συλλογή. Καθώς η ποσότητα του αυξάνει, ο πνεύμονας συμπιέζεται, αδυνατεί να εκπτυχθεί κατά την εισπνοή ώστε να εισέλθει εντός του αέρας και ο ασθενής αισθάνεται δύσπνοια, αρχικά στην κόπωση και στη συνέχεια ακόμη και στην ηρεμία. Η κατάσταση αυτή διορθώνεται με την παρακέντησηθωρακοκέντηση). Και πάλι όμως, μετά από λίγες ημέρες ή εβδομάδες, η συλλογή μπορεί να επανεμφανισθεί, οπότε θα απαιτηθεί νέα παρακέντηση κοκ. Για να μην επανεμφανισθεί η συλλογή, πρέπει να διενεργηθεί πλευρόδεση.

Η πλευρόδεση διενεργείται υπό τοπική αναισθησία και μέθη. Μέσω μίας οπής 1,5 εκατοστού, εισάγεται στην υπεζωκοτική κοιλότητα το θωρακοσκόπιο, το οποίο φέρει κάμερα και αυλό εργασίας (θωρακοσκοπική πλευρόδεση). Διαμέσου του αυλού εργασίας, ψεκάζεται επί του τοιχωματικού, διαφραγματικού και μεσοθωρακικού υπεζωκότα, φαρμακευτική τάλκη.

01

Θωρακοσκοπική πλευρόδεση. Απεικονίζεται ο ψεκασμός της υπεζωκοτικής κοιλότητος με φαρμακευτική τάλκη.

Μετά τον ψεκασμό, από την ίδια οπή, τοποθετείται ένας σωλήνας παροχέτευσης, ο οποίος αφαιρείται μετά από 1-2 ημέρες και ο ασθενής μπορεί να επιστρέψει στο σπίτι του.

Η τάλκη, επάγει άσηπτη φλεγμονή, επί του τοιχωματικού και σπλαγχνικού υπεζωκότα, ως αποτέλεσμα της οποίας δημιουργούνται τις επόμενες ημέρες συμφύσεις(στερεές συνδέσεις) ανάμεσα στην εσωτερική επιφάνεια των πλευρών και του πνεύμονα. Με τον τρόπο αυτό, καταργείται η υπεζωκοτική κοιλότητα και παύει η συσσώρευση του υγρού.

Η πλευρόδεση είναι επιτυχής σε ποσοστό μεγαλύτερο από 80% των περιπτώσεων. Ωστόσο, όταν το μεταστατικό φορτίο στον υπεζωκότα είναι πολύ μεγάλο, τότε μπορεί η συλλογή να υποτροπιάσει (να επανεμφανισθεί). Σε αυτή την περίπτωση, εάν ο ασθενής αισθάνεται δύσπνοια, τότε μπορεί να επιχειρηθεί και νέα πλευρόδεση μετά την παροχέτευση του υγρού, ή να τοποθετηθεί ένας μόνιμος υπεζωκοτικός καθετήρας.

Απαραίτητη προϋπόθεση για τη διενέργεια πλευρόδεσης, είναι μετά την κένωση της υπεζωκοτικής συλλογής, ο πνεύμονας να μπορεί να εκπτυχθεί ικανοποιητικά, δηλαδή να μην έχει υποστεί παγίδευση, ώστε να εφάπτεται με την εσωτερική επιφάνεια των πλευρών. Παγίδευση συμβαίνει, όταν το υγρό μένει αρκετό χρονικό διάστημα στην υπεζωκοτική κοιλότητα, οπότε δημιουργείται επί του πνεύμονα μία μεμβράνη ελαστική, ή οποία τον καθηλώνει και περιορίζει την έκπτυξη του. Όταν συμβαίνει παγίδευση, τότε η ενδεδειγμένη παρέμβαση είναι η τοποθέτηση μόνιμου υπεζωκοτικού καθετήρα.

Πριν τη διενέργεια της πλευρόδεσης είναι σημαντικό να τεκμηριώνεται ότι η συλλογή είναι κακοήθης (ότι δηλαδή οφείλεται σε επινέμεση του υπεζωκότα με μεταστάσεις), καθώς υπάρχουν και άλλες αιτίες που προκαλούν υπεζωκοτική συλλογή, όπως είναι η καρδιακή ανεπάρκεια. Αυτό γίνεται με την κυτταρολογική εξέταση του πλευριτικού υγρού που λαμβάνεται με την παρακέντηση.

Η πλευρόδεση μπορεί να συμβεί και σε ψυχρό χρόνο (χωρίς δηλαδή να έχει δημιουργηθεί υπεζωκοτική συλλογή) κατά τη διάρκεια θωρακοσκόπησης για βιοψία υπεζωκότα. Εάν στη θωρακοσκόπηση υπάρχει μακροσκοπικά εμφανής διήθηση του υπεζωκότα από μεταστάσεις, τότε μετά τη βιοψία και στον ίδιο χρόνο ψεκάζεται φαρμακευτική τάλκη, ώστε να επέλθει πλευρόδεση.

Η πλευρόδεση μπορεί να διενεργηθεί και μέσα από σωλήνα που τοποθετείται κατά τη διάρκεια της αρχικής παρακέντησης του υγρού. Ωστόσο σε αυτή την περίπτωση, το ποσοστό επιτυχίας της πλευρόδεσης είναι σημαντικά χαμηλότερο σε σχέση με τη θωρακοσκοπική πλευρόδεση, οπότε η επιλογή αυτή εφαρμόζεται σε πολύ εξαντλημένους ασθενείς.

Η πλευρόδεση είναι παρηγορική επέμβαση, δηλαδή δε θεραπεύει την υποκείμενη κακοήθεια. Στοχεύει στην καταπολέμηση της υπεζωκοτικής συλλογής, ώστε ο ασθενής να μη βιώνει δύσνποια και αναγκάζεται κάθε φορά να έρχεται στο νοσοκομείο για παρακέντηση της συλλογής.