Καλοήθεις Στενώσεις Τραχείας
Εκτός από τους όγκους, στένωση μπορεί να προκαλείται στην τραχεία και από άλλες καταστάσεις. Η πιο συχνή από αυτές τις καταστάσεις είναι η στένωση μετά από παρατεταμένη διασωλήνωση ή μετά από παρατεταμένη τραχειοστομία.
Όταν ένας άνθρωπος χρειάζεται για οποιονδήποτε λόγο να διασωληνωθεί και να παραμείνει διασωληνωμένος για μεγάλο χρονικό διάστημα, η μακροχρόνια επαφή του τραχειοσωλήνα ή του τραχειοστόματος με το εσωτερικό της τραχείας, προκαλεί μικροτραυματισμό από πίεση και ισχαιμία στο τοίχωμα της τραχείας.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, μετά την αφαίρεση του τραχειοσωλήνα (αποσωλήνωση), την έναρξη της επουλωτικής διαδικασίας.
Αν και η διαδικασία αυτή έχει ως στόχο την επούλωση του τραυματισμού στο τοίχωμα και την αποκατάσταση της αρχιτεκτονικής του, καταλήγει στην παραγωγή κοκκιώδους ιστού, ο οποίος προβάλλει μέσα στον αυλό της τραχείας προκαλώντας στένωση.
Η στένωση αυτή είναι καλοήθης, υπό την έννοια ότι δεν οφείλεται σε κακοήθη όγκο, ωστόσο μπορεί να προκαλεί στένωση σε τέτοιο βαθμό ώστε ο ασθενής να δυσκολεύεται να αναπνεύσει, ή να παρουσιάζει συριγμό (σφύριγμα κατά την εισπνοή).
Αν και η τεχνολογία των τραχειοσωλήνων έχει βελτιωθεί σημαντικά, με αποτέλεσμα η συχνότητα αυτού του είδους των στενώσεων να έχει μειωθεί σημαντικά σε σχέση με το παρελθόν, εντούτοις η παρατεταμένη διασωλήνωση, προδιαθέτει σε στένωση της τραχείας μετά την αποσωλήνωση.
Στη χώρα μας, όπως και αλλού, είδαμε αύξηση των στενώσεων μετά από παρατεταμένη διασωλήνωση και τραχειοστομία μετά την επιδημία του H1N1, το 2009, και πρόσφατα λόγω της πανδημίας COVID-19.
Στένωση της τραχείας μπορεί να προκαλέσει και ο τραυματισμός της τραχείας. Τραυματισμός της τραχείας, μπορεί να υπάρξει κατά τη διασωλήνωση της τραχείας ή κατά τη διενέργεια τραχειοστομίας, λόγω εξωτερικού τραυματισμού στον τράχηλου ή από εισπνοή θερμών αερίων (π.χ. από θύματα πυρκαϊάς, ή κατά την κατάσβεση πυρκαϊάς) .
Φλεγμονώδεις νόσοι και αυτοάνοσα νοσήματα, μπορούν επίσης να προκαλέσουν στένωση της τραχείας, αν και όχι συχνά. Μερικά παραδείγματα είναι η μικροσκοπική πολυαγγειίτιδα, η κοκκιωμάτωση Wegener, η ρευματοειδής αρθρίτιδα, η σαρκοείδωση, ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος, κ.α.
Λοιμώδη αίτια, όπως η φυματίωση και οι λοιμώξεις από μύκητες, βακτήρια και ιούς αποτελούν μία ακόμη αιτία.
Επίσης η ακτονοβολία στην περιοχή του τραχήλου ενοχοποιείται για στένωση της τραχείας μετά από μήνες ή και χρόνια.
Τέλος, κάποιες σπάνιοι νόσοι, όπως η τραχειοβρογχική αμυλοείδωση και η ινωτική μεσοθωρακίτιδα αναφέρονται ως αιτίες καλοήθους στένωσης της τραχείας
Τα συμπτώματα της στένωσης της τραχείας
Τα συμπτώματα ποικίλουν ανάλογα με το αίτιο της στένωσης.
Συνήθως περιλαμβάνουν δυσκολία στην αναπνοή, ιδίως κατά την άσκηση, και εισπνευστικό συριγμό, όταν πλέον η στένωση είναι μεγάλη.
Εάν το αίτιο είναι αυτοάνοσο νόσημα, τότε μπορεί να υπάρχει και πόνος η ευαισθησία στην περιοχή του τραχήλου, πόνος κατά τη φώνηση κ.ο.κ.
Η διάγνωση της στένωσης της τραχείας
Η διάγνωση επιτυγχάνεται με τη λήψη σωστού ιστορικού και με την αξιολόγηση των συμπτωμάτων.
Οι διαγνωστικές εξετάσεις που χρησιμοποιούνται είναι η σπιρομέτρηση, η αξονική τομογραφία θώρακος και τραχήλου και η βρογχοσκόπηση.
Σε περίπτωση που υπάρχει υποψία κακοήθειας, μπορεί να διενεργηθεί και ποζιτρονική τομογραφία εκπομπής (PET CT).
Η αντιμετώπιση της στένωσης της τραχείας
Η αντιμετώπιση των καλοήθων στενώσεων της τραχείας εξαρτάται από το αίτιο και την έκταση της στένωσης, αν δηλαδή είναι εντοπισμένη ή εκτεταμένη σε μεγάλο μήκος.
Για παράδειγμα, στενώσεις που οφείλονται σε παρατεταμένη διασωλήνωση ή παρατεταμένη τραχειοστομία, μπορεί αρχικά η αντιμετώπιση τους να είναι ενδοσκοπική, ωστόσο εάν υποτροπιάζουν απαιτείται χειρουργική θεραπεία για την οριστική λύση του προβλήματος.
Στενώσεις που οφείλονται σε αυτοάνοσα νοσήματα αντιμετωπίζονται γενικά με φαρμακευτική αγωγή για το συγκεκριμένο αυτοάνοσο νόσημα.