Ανάταξη Καταγμάτων Πλευρών/Στέρνου - Σταθεροποίηση Ασταθούς Θώρακα
Τα κατάγματα των πλευρών (εικόνα 1) είναι ένας αρκετά συνήθης τραυματισμός, που μπορεί να συμβεί μετά από πτώσεις, πλήξεις, τροχαία ατυχήματα κοκ.
Τις περισσότερες φορές τα πλευρά επουλώνονται αυτόματα, μετά από 4-6 εβδομάδες ή και περισσότερο, ανάλογα με το κάταγμα και τη γενική κατάσταση του οργανισμού.
Λιγότερο συχνά, απαιτείται η χειρουργική ανάταξη και σταθεροποίηση των πλευρών. Οι λόγοι για τους οποίους ο θωρακοχειρουργός μπορεί να επιλέξει να ανατάξει και να σταθεροποιήσει χειρουργικά τα κατάγματα των πλευρών, είναι όταν αυτά εισέρχονται και τραυματίζουν τα υποκείμενα όργανα, συχνότερα τον σύστοιχο πνεύμονα, όταν προκαλούν ασταθή θώρακα, όταν πονάνε πολύ, παρά τη χορήγηση ισχυρών αναλγητικών, όταν προκαλούν σημαντική δυσμορφία στο θώρακα, ή όταν δεν επουλωθούν ικανοποιητικά με αποτέλεσμα να προκαλείται χρόνιος πόνος.
Ο σκοπός της χειρουργικής ανάταξης και σταθεροποίησης των καταγμάτων των πλευρών, είναι να φέρει τα δύο κατεαγότα τμήματα της πλευράς σε ευθυγράμμιση μεταξύ τους και να τα διατηρήσει σε ευθυγράμμιση, σταθεροποιώντας τα. Με τον τρόπο αυτό, αίρεται ο κίνδυνος τα αιχμηρά άκρα της πλευράς να τραυματίσουν τον πνεύμονα (ή άλλα υποκείμενα όργανα, όπως π.χ. το σπλήνα, το διάφραγμα ή το ήπαρ). Η σταθεροποίηση γίνεται συνήθως με χρήση ειδικών λεπτών μεταλλικών ράβδων, που είτε βιδώνονται επί της πλευράς, είτε εναγκαλίζουν την πλευρά, χωρίς να απαιτείται οι εφαρμογή βιδών (εικόνα 2).
Συνήθως πρόκειται για ράβδους τιτανίου ή κράματα με βάση το τιτάνιο. Οι ράβδοι είναι ελαστικές και μπορούν να καμφθούν ώστε να λάβουν ακριβώς το σχήμα της πλευράς. Αυτό έχει σημασία για τη σωστή ανάταξη του κατάγματος και την αποφυγή παρεμπόδισης της φυσιολογικής κίνησης της πλευράς κατά τις αναπνευστικές κινήσεις. Η επέμβαση γίνεται υπό γενική αναισθησία και η ανάρρωση είναι άμεση, με σημαντική ελάττωση του πόνου.
Ο ασταθής θώρακας είναι μία ιδιαίτερη κατάσταση που προκαλείται όταν 3 ή περισσότερες συνεχόμενες πλευρές σπάσουν. Η κατάσταση αυτή είναι ιδιαίτερα σοβαρή, γιατί διαταράσσεται η σταθερότητα του θωρακικού τοιχώματος, η οποία παίζει κεντρικό ρόλο στο μηχανισμό της αναπνοής, με αποτέλεσμα να επιβαρύνεται ο αερισμός των πνευμόνων, δηλαδή η αναπνοή (εικόνα 3). Ο ασταθής θώρακας συστήνεται να αποκαθίσταται χειρουργικά, καθώς η παραμονή του για μεγάλο χρονικό μπορεί να οδηγήσει σε αναπνευστική ανεπάρκεια και επιβάρυνση της πρόγνωσης του καταγματία.

Εικόνα 3. Γραφική αναπαράσταση του τρόπου αναπνοής σε τραυματία με ασταθή θώρακα. Κατά την εισπνοή, το ασταθές τμήμα του θώρακα, αντί να εκπτύσσεται, συμπτύσσεται, συμπιέζοντας τον πνεύμονα και εμποδίζοντας τον αερισμό του. Ασταθής θώρακας μπορεί να προκληθεί επίσης και με άλλους συνδυασμούς καταγμάτων, όπως με συνδυασμό κατάγματος στέρνου και πλευρών ή με κατάγματα συνεχόμενων αντίστοιχων πλευρών εκατέρωθεν του στέρνου. Στην τελευταία περίπτωση το ασταθές τμήμα του θώρακα εντοπίζεται στο πρόσθιο θωρακικό τοίχωμα και περιλαμβάνει το στέρνο.
Η σταθεροποίηση του ασταθούς θώρακα επιτυγχάνεται με τη σταθεροποίηση των καταεγότων πλευρών, επομένως χρησιμοποιούνται τα ίδια υλικά και οι ίδιες χειρουργικές τεχνικές που χρησιμοποιούνται για την ανάταξη και σταθεροποίηση των καταγμάτων των πλευρών.
Το κάταγμα του στέρνου (εικόνα 4), συμβαίνει συνήθως μετά από τροχαία ατυχήματα (μηχανισμός απότομης επιβράδυνσης) ως αποτέλεσμα της πρόσκρουσης στο τιμόνι ή της πλήξης από τον αερόσακο. Το κάταγμα του στέρνου μπορεί να συνοδεύεται από καρδιακή θλάση ή τραυματισμό των καρδιακών βαλβίδων. Για για το λόγο αυτό, τραυματίες με κάταγμα στέρνου πρέπει να ελέγχονται επιπλέον με ηλεκτροκαρδιογράφημα, υπερηχογράφημα καρδίας και καρδιακά ένζυμα.

Εικόνα 4. Κάταγμα στέρνου με εφίππευση: το περιφερικό τμήμα εφιππεύει το κεντρικό. Εάν το κάταγμα αυτό αντιμετωπιστεί συντηρητικά πιθανότατα θα οδηγήσει σε δημιουργία ψευδάρθρωσης και χρόνιο πόνο. Για τη σωστή επούλωση αυτού του κατάγματος απαιτεί χειρουργείο.
Τις περισσότερες φορές, η αντιμετώπιση είναι συντηρητική, δηλάδή δεν απαιτείται χειρουργείο. Το στέρνο επουλώνεται αυτόματα μετά από 4-6 εβδομάδες, σε κατά τα άλλα υγιή άτομα. Εάν όμως υπάρχει σημαντική παρεκτόπιση ανάμεσα στα δύο τμήματα ή εφίππευση, δηλαδή το ένα τμήμα βρίσκεται πάνω στο άλλο, τότε απαιτείται χειρουργείο. Ο σκοπός του χειρουργείου, όπως και στην περίπτωση των κατεαγότων πλευρών, είναι η ανάταξη των κατεαγότων τμημάτων και η σταθεροποίηση τους. Αυτό επιτυγχάνεται με μεταλλικές ράβδους που βιδώνονται επί του στέρνου, εκατέρωθεν της καταγματικής γραμμής ή με συμπλησίαση και συρραφή των κατεαγότων τμημάτων με ράμμα τιτανίου.